απλήγωτος

απλήγωτος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει πληγωθεί, αλάβωτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απλήγωτος — η, ο αυτός που δεν πληγώθηκε, αλάβωτος: Η οβίδα είχε σκάσει κοντά τους, αλλά εκείνοι ήταν απλήγωτοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλάβωτος — η, ο 1. αυτός που δεν λαβώθηκε, απλήγωτος, ατραυμάτιστος 2. αυτός που δεν μπορεί να πληγωθεί, άτρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λαβώνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”